δίτροχος

δίτροχος
η , ο [ος , ον ] двухколёсный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δίτροχος" в других словарях:

  • δίτροχος — η, ο (AM δίτροχος, ον) (για οχήματα, ποδήλατα κ.λπ.) αυτός που έχει δύο τροχούς μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίτροχο(ν) όχημα με δύο τροχούς …   Dictionary of Greek

  • δίτροχος — η, ο αυτός που έχει δύο τροχούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διτρόχου — δίτροχος two wheeled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτροχος — η, ο, Ν 1. (για όχημα) αυτός που έχει τρεις τροχούς 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίτροχο ποδήλατο ή αυτοκίνητο με τρεις τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τροχός (πρβλ. δίτροχος). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στην εφημερίδα Εφημερίς τού Λαού] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»